- ογκηθμητικός
- ὀγκηθμητικός, -ή, -όν (Μ)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ογκηθμό, στο γκάρισμα («ὥσπερ ἡμίονος οὔτε χρεμετιστικόν ἐστι οὔτε ὀγκηθμητικόν», Νικ. Βυζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκηθμός + κατάλ. -ητικός (πρβλ. αριθμ-ητικός)].
Dictionary of Greek. 2013.